Υπογονιμότητα, αποβολές, αποτυχία IVF
Η αποτυχία ενός ζευγαριού να αποκτήσει παιδί, είτε λόγω υπογονιμότητας είτε λόγω διαρκών αποβολών είτε λόγω αποτυχίας ακόμα και σε προσπάθεια εξωσωματικής γονιμοποίησης, μπορεί να οφείλονται σε διάφορους παράγοντες. Κάποιοι από αυτούς αποδίδονται στη δεκτικότητα του εμβρύου από τη μήτρα. Ποιοι είναι, όμως, συνολικά και πώς αντιμετωπίζονται;
Είναι γνωστό, σύμφωνα με έρευνες και στατιστικές μελέτες ότι:
- Η υπογονιμότητα (η αδυναμία επίτευξης εγκυμοσύνης με ελεύθερες επαφές επί 12 μήνες) αφορά το 10%-20% των γυναικών-ζευγαριών,
- Οι πρώιμες αποβολές (εγκυμοσύνη που διακόπτεται πριν από την ανίχνευση της καρδιακής λειτουργίας του εμβρύου) αφορά το 10%-15%, και
- Το ποσοστό αποτυχίας IVF είναι 50%-90% ανά κύκλο (ανάλογα με την ηλικία της γυναίκας).
Στην προσπάθεια διερεύνησης και επίλυσης των παραπάνω προβλημάτων, οι πλέον πρόσφατες παγκόσμιες μελέτες έχουν εστιάσει στα ανοσολογικά αίτια, δηλαδή, με απλά λόγια, στη δεκτικότητα του εμβρύου από τη μήτρα.
Φυσιολογικά, στην αρχή της εγκυμοσύνης συμβαίνει ένας ιδιαίτερα πολύπλοκος ανοσολογικός μηχανισμός στο ενδομήτριο (το εσωτερικό της μήτρας) ώστε να γίνει δεκτικό για το έμβρυο και να μην το απορρίψει σαν ξένο σώμα.
Κατά την εμφύτευση του εμβρύου στο ενδομήτριο, το περιμένουν τα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος (ΝΚ λεμφοκύτταρα και Τ λεμφοκύτταρα) για να το αναγνωρίσουν και να δημιουργήσουν μια κολλώδη βλέννα στη επιφάνεια του ενδομητρίου, που θα βοηθήσει στην προσκόλληση-εμφύτευση του εμβρύου ή να του επιτεθούν και να το καταστρέψουν εφόσον το θεωρήσουν (εσφαλμένα) ως ξένο σώμα.
Τα ΝΚ λεμφοκύτταρα ευθύνονται για την άμεση ανοσολογική απάντηση, οπότε, όταν είναι αυξημένα, ενοχοποιούνται για την απόρριψη του εμβρύου, ενώ τα Τ1 και Τ2 λεμφοκύτταρα ευθύνονται για την ισορροπημένη απάντηση μετά την αναγνώριση του «εισβολέα».
Συγκεκριμένα τα Τ1 βοηθητικά λεμφοκύτταρα αναγνωρίζουν και «μαρκάρουν» τον εισβολέα με δείκτες (επιθετικές κυτταροκίνες), ώστε να του επιτεθούν στη συνέχεια τα μακροφάγα λεμφοκύτταρα. Τα Τ2 βοηθητικά λεμφοκύτταρα διεγείρουν τα Β λεμφοκύτταρα ώστε να παράγουν αντισώματα, που επίσης επιτίθενται (αργότερα) στον εισβολέα, παράλληλα όμως παράγουν δείκτες (φιλικές κυτταροκίνες) που προστατεύουν τον «εισβολέα» από επίθεση.
Όταν επικρατεί η Τ1 ανοσολογική απάντηση, τότε τα ΝΚ (Natural Killer) λεμφοκύτταρα και τα κυτταροτοξικά λεμφοκύτταρα επιτίθενται στο έμβρυο, ενώ, όταν επικρατεί η Τ2 ανοσολογική απάντηση, δημιουργείται μια «ασπίδα προστασίας». Ο σύνθετος μηχανισμός της εμφύτευσης πρέπει να ανοσολογικά ισορροπημένος ώστε να προστατεύει το ιδιαίτερα ευαίσθητο έμβρυο.
Οι πιθανές θεραπείες
Σε περίπτωση που οι ανοσολογικές εξετάσεις δείξουν αυξημένα ΝΚ λεμφοκύτταρα ή και διαταραχή της σχέσης Τ1/Τ2 βοηθητικών λεμφοκυττάρων, έχουν προταθεί διάφορες θεραπείες με αντικρουόμενες μελέτες ως προς την αποτελεσματικότητα και την ασφάλειά τους:
- Κορτιζόνη: Προκαλεί καταστολή στην επιθετικότητα του ανοσοποιητικού συστήματος, είναι σχετικά ασφαλής.
- Ενδοφλέβια ανοσοσφαιρίνη: Προάγει την Τ2-φιλική απάντηση.
- Βιολογικοί παράγοντες (tumour necrosis factor-a «TNF» blocking agents): Μπλοκάρει την επιθετικότητα των ΝΚ λεμφοκυττάρων.
- Ενδοφλέβια χορήγηση intralipids: Σύμπλεγμα λιπιδίων που πιθανόν προάγει τον ενεργειακό μεταβολισμό των κυττάρων και καταστέλλει την υπερβολική ανοσολογική απάντηση.
Επίσης, αίτια που ευθύνονται ή σχετίζονται με την εσφαλμένη ανοσολογική απάντηση είναι τα εξής:
- αυτοάνοσα νοσήματα,
- χρόνια φλεγμονώδη νοσήματα,
- διαταραχές θυρεοειδούς ή και σακχάρου,
- ορμονικές διαταραχές (οιστρογόνων, προγεστερόνης, βιταμίνης D),
- διατροφικές διαταραχές,
- το αλκοόλ και το κάπνισμα,
- έντονο άγχος.
Ο έλεγχος και η θεραπεία των παραπάνω αιτίων μπορεί να αυξήσει σημαντικά την πιθανότητα φιλικής ανοσολογικής υποδοχής του εμβρύου από τη μέλλουσα μητέρα. Ο υγιεινός τρόπος ζωής, η (κατά το δυνατόν) έλλειψη άγχους και η σωστή ιατρική παρακολούθηση και καθοδήγηση, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις υπογονιμότητας, επανειλημμένων αποβολών και προηγούμενης αποτυχίας εξωσωματικής (IVF) είναι βασικοί παράγοντες επιτυχίας.